Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

εὔσκοπος
εὔσοια
εὔσοος
εὐσπλαγχνίᾱ
εὔσπορος
ἐύσσελμος
ἐύσσωτρος
εὐστάθεια
εὐσταθέω
εὐσταθής
εὐστάλεια
εὐσταλής
ἐύστειρος
εὔστερνος
εὐστέφανος
ἐύστιπτος
εὔστολος
εὐστομέω
εὐστομίᾱ
εὔστομος
εὐστοχέω
View word page
εὐστάλεια
εὐστάλειαᾱςfεὐσταλής condition of being lightly equippedlight equipmentof troopsPlu.

ShortDef

light equipment

Debugging

Headword:
εὐστάλεια
Headword (normalized):
εὐστάλεια
Headword (normalized/stripped):
ευσταλεια
IDX:
16517
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-16518
Key:
εὐστάλεια

Data

{'headword_display': '<b>εὐστάλεια</b>', 'content': '<NE><HG><HL>εὐστάλεια</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>εὐσταλής</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>condition of being lightly equipped</Def><Tr>light equipment<Expl>of troops</Expl></Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'εὐστάλεια'}