Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

εὐσκευόω
εὐσκίαστος
εὔσκιος
εὔσκοπος
εὔσοια
εὔσοος
εὐσπλαγχνίᾱ
εὔσπορος
ἐύσσελμος
ἐύσσωτρος
εὐστάθεια
εὐσταθέω
εὐσταθής
εὐστάλεια
εὐσταλής
ἐύστειρος
εὔστερνος
εὐστέφανος
ἐύστιπτος
εὔστολος
εὐστομέω
View word page
εὐστάθεια
εὐστάθειαᾱςfεὐσταθής steadinesscomposureof personsPlu.

ShortDef

stability: good health, vigour

Debugging

Headword:
εὐστάθεια
Headword (normalized):
εὐστάθεια
Headword (normalized/stripped):
ευσταθεια
IDX:
16514
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-16515
Key:
εὐστάθεια

Data

{'headword_display': '<b>εὐστάθεια</b>', 'content': '<NE><HG><HL>εὐστάθεια</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>εὐσταθής</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>steadiness<or/>composure<Expl>of persons</Expl></Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'εὐστάθεια'}