Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

εὐσθενέω
ἐύσκαρθμος
εὐσκέπαστος
εὔσκεπτος
εὐσκευόω
εὐσκίαστος
εὔσκιος
εὔσκοπος
εὔσοια
εὔσοος
εὐσπλαγχνίᾱ
εὔσπορος
ἐύσσελμος
ἐύσσωτρος
εὐστάθεια
εὐσταθέω
εὐσταθής
εὐστάλεια
εὐσταλής
ἐύστειρος
εὔστερνος
View word page
εὐσπλαγχνίᾱ
εὐσπλαγχνίᾱᾱςfσπλάγχνον stout-heartednessE.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
εὐσπλαγχνίᾱ
Headword (normalized):
εὐσπλαγχνίᾱ
Headword (normalized/stripped):
ευσπλαγχνια
IDX:
16510
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-16511
Key:
εὐσπλαγχνίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>εὐσπλαγχνίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>εὐσπλαγχνίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>σπλάγχνον</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>stout-heartedness</Tr><Au>E.</Au></nS1></NE>', 'key': 'εὐσπλαγχνίᾱ'}