Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

εὐσέβεια
εὐσεβέω
εὐσεβής
εὐσεβίᾱ
εὐσέληνος
εὔσελμος
εὔσεπτος
εὐσημίᾱ
εὔσημος
εὐσθενέω
ἐύσκαρθμος
εὐσκέπαστος
εὔσκεπτος
εὐσκευόω
εὐσκίαστος
εὔσκιος
εὔσκοπος
εὔσοια
εὔσοος
εὐσπλαγχνίᾱ
εὔσπορος
View word page
ἐύ-σκαρθμος
ἐύ-σκαρθμοςονep.adjσκαρθμός of horseshaving a good springnimble, agileIl.

ShortDef

lightly bounding

Debugging

Headword:
ἐύσκαρθμος
Headword (normalized):
ἐύσκαρθμος
Headword (normalized/stripped):
ευσκαρθμος
IDX:
16501
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-16502
Key:
ἐύσκαρθμος

Data

{'headword_display': '<b>ἐύ-σκαρθμος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἐύ-σκαρθμος</HL><Infl>ον</Infl><PS>ep.adj</PS><Ety><Ref>σκαρθμός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of horses</Indic><Def>having a good spring</Def><Tr>nimble, agile</Tr><Au>Il.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἐύσκαρθμος'}