Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἄτριπτος
ἄτριχος
ἀτρόμητος
ἄτρομος
ἀτροπίη
ἄτροπος
ἀτροφέω
ἄτροφος
ἀτρύγετος
ἀτρῡ̄́μων
ἀτρῡ́πητος
ἄτρῡτος
Ἀτρῡτώνη
ἄτρυφος
ἄτρωτος
ἅττα
ἄττα
ἄττα
ἀτταγᾶς
ἀττανῑ́της
ἀττάραγος
View word page
ἀ-τρῡ́πητος
τρῡ́πητοςονadjτρῡπάω of an earunpiercedPlu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀτρῡ́πητος
Headword (normalized):
ἀτρῡ́πητος
Headword (normalized/stripped):
ατρυπητος
IDX:
1649
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-1650
Key:
ἀτρῡ́πητος

Data

{'headword_display': '<b>ἀ-τρῡ́πητος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀ<hyph/>τρῡ́πητος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>τρῡπάω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of an ear</Indic><Tr>unpierced</Tr><Au>Plu.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀτρῡ́πητος'}