Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἐύς ἠύ
εὖσα
εὔσαρκος
εὔσδυγος
εὐσέβεια
εὐσεβέω
εὐσεβής
εὐσεβίᾱ
εὐσέληνος
εὔσελμος
εὔσεπτος
εὐσημίᾱ
εὔσημος
εὐσθενέω
ἐύσκαρθμος
εὐσκέπαστος
εὔσκεπτος
εὐσκευόω
εὐσκίαστος
εὔσκιος
εὔσκοπος
View word page
εὔ-σεπτος
εὔ-σεπτοςονadjσεπτός of purity in words and deedsreverentS.

ShortDef

much reverenced, holy

Debugging

Headword:
εὔσεπτος
Headword (normalized):
εὔσεπτος
Headword (normalized/stripped):
ευσεπτος
IDX:
16497
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-16498
Key:
εὔσεπτος

Data

{'headword_display': '<b>εὔ-σεπτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>εὔ-σεπτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>σεπτός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of purity in words and deeds</Indic><Tr>reverent</Tr><Au>S.</Au></aS1></AE>', 'key': 'εὔσεπτος'}