Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

εὐρυσθενής
εὐρύστερνος
εὐρύστομος
εὐρύτῑμος
εὔρυτος
εὐρυφαρέτρᾱς
εὐρυφυής
εὐρυχαίτᾱς
εὐρύχορος
εὐρυχωρίᾱ
εὐρύχωρος
εὐρώδης
εὐρώεις
Εὐρώπη
εὐρωπός
εὐρώς
εὐρωστίᾱ
εὔρωστος
εὐρωτιάω
ἐύς ἠύ
εὖσα
View word page
εὐρύ-χωρος
εὐρύ-χωροςονadjof a roadbroadNT.

ShortDef

roomy, wide

Debugging

Headword:
εὐρύχωρος
Headword (normalized):
εὐρύχωρος
Headword (normalized/stripped):
ευρυχωρος
IDX:
16478
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-16479
Key:
εὐρύχωρος

Data

{'headword_display': '<b>εὐρύ-χωρος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>εὐρύ-χωρος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of a road</Indic><Tr>broad</Tr><Au>NT.</Au></aS1></AE>', 'key': 'εὐρύχωρος'}