Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

εὐρύπεδος
εὐρύπορος
εὐρυπρωκτίᾱ
εὐρύπρωκτος
εὐρυπυλής
εὐρυρέεθρος
εὐρύς
εὐρῡ́σαο
εὐρυσθενής
εὐρύστερνος
εὐρύστομος
εὐρύτῑμος
εὔρυτος
εὐρυφαρέτρᾱς
εὐρυφυής
εὐρυχαίτᾱς
εὐρύχορος
εὐρυχωρίᾱ
εὐρύχωρος
εὐρώδης
εὐρώεις
View word page
εὐρύ-στομος
εὐρύ-στομοςονadjστόμα of parts of a horse's bitwith wide openingsX.

ShortDef

wide-mouthed

Debugging

Headword:
εὐρύστομος
Headword (normalized):
εὐρύστομος
Headword (normalized/stripped):
ευρυστομος
IDX:
16470
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-16471
Key:
εὐρύστομος

Data

{'headword_display': '<b>εὐρύ-στομος</b>', 'content': "<AE><HG><HL>εὐρύ-στομος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>στόμα</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of parts of a horse's bit</Indic><Tr>with wide openings</Tr><Au>X.</Au></aS1></AE>", 'key': 'εὐρύστομος'}