Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

εὐρύοπα
εὐρύπεδος
εὐρύπορος
εὐρυπρωκτίᾱ
εὐρύπρωκτος
εὐρυπυλής
εὐρυρέεθρος
εὐρύς
εὐρῡ́σαο
εὐρυσθενής
εὐρύστερνος
εὐρύστομος
εὐρύτῑμος
εὔρυτος
εὐρυφαρέτρᾱς
εὐρυφυής
εὐρυχαίτᾱς
εὐρύχορος
εὐρυχωρίᾱ
εὐρύχωρος
εὐρώδης
View word page
εὐρύ-στερνος
εὐρύ-στερνοςονadjστέρνον epith. of Athenabroad-bosomedTheoc.fig., of EarthHes.

ShortDef

broad-breasted

Debugging

Headword:
εὐρύστερνος
Headword (normalized):
εὐρύστερνος
Headword (normalized/stripped):
ευρυστερνος
IDX:
16469
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-16470
Key:
εὐρύστερνος

Data

{'headword_display': '<b>εὐρύ-στερνος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>εὐρύ-στερνος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>στέρνον</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>epith. of Athena</Indic><Tr>broad-bosomed</Tr><Au>Theoc.</Au><aS2><Indic>fig., of Earth</Indic><Au>Hes.</Au></aS2></aS1></AE>', 'key': 'εὐρύστερνος'}