Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀτρίακτος
ἀτριβής
ᾱ̓́τριον
ἄτριπτος
ἄτριχος
ἀτρόμητος
ἄτρομος
ἀτροπίη
ἄτροπος
ἀτροφέω
ἄτροφος
ἀτρύγετος
ἀτρῡ̄́μων
ἀτρῡ́πητος
ἄτρῡτος
Ἀτρῡτώνη
ἄτρυφος
ἄτρωτος
ἅττα
ἄττα
ἄττα
View word page
ἄ-τροφος
τροφοςονadjτρέφω of horseslacking nourishmentpoorly fedX.

ShortDef

not fed, ill-fed

Debugging

Headword:
ἄτροφος
Headword (normalized):
ἄτροφος
Headword (normalized/stripped):
ατροφος
IDX:
1646
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-1647
Key:
ἄτροφος

Data

{'headword_display': '<b>ἄ-τροφος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἄ<hyph/>τροφος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>τρέφω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of horses</Indic><Def>lacking nourishment</Def><Tr>poorly fed</Tr><Au>X.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἄτροφος'}