Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

εὐρυλείμων
εὐρυμέδων
εὐρυμέτωπος
εὐρυνεφής
εὐρῡ́νω
εὐρύνωτος
εὐρυόδεια
εὐρύοπα
εὐρύπεδος
εὐρύπορος
εὐρυπρωκτίᾱ
εὐρύπρωκτος
εὐρυπυλής
εὐρυρέεθρος
εὐρύς
εὐρῡ́σαο
εὐρυσθενής
εὐρύστερνος
εὐρύστομος
εὐρύτῑμος
εὔρυτος
View word page
εὐρυπρωκτίᾱ
εὐρυπρωκτίᾱᾱςfεὐρύπρωκτος wide-arseholednessas indicating moral depravityAr.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
εὐρυπρωκτίᾱ
Headword (normalized):
εὐρυπρωκτίᾱ
Headword (normalized/stripped):
ευρυπρωκτια
IDX:
16462
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-16463
Key:
εὐρυπρωκτίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>εὐρυπρωκτίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>εὐρυπρωκτίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>εὐρύπρωκτος</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>wide-arseholedness<Expl>as indicating moral depravity</Expl></Tr><Au>Ar.</Au></nS1></NE>', 'key': 'εὐρυπρωκτίᾱ'}