Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

εὐρύκολπος
εὐρυλείμων
εὐρυμέδων
εὐρυμέτωπος
εὐρυνεφής
εὐρῡ́νω
εὐρύνωτος
εὐρυόδεια
εὐρύοπα
εὐρύπεδος
εὐρύπορος
εὐρυπρωκτίᾱ
εὐρύπρωκτος
εὐρυπυλής
εὐρυρέεθρος
εὐρύς
εὐρῡ́σαο
εὐρυσθενής
εὐρύστερνος
εὐρύστομος
εὐρύτῑμος
View word page
εὐρύ-πορος
εὐρύ-ποροςονadjπόρος of the seabroad-pathedHom. A.

ShortDef

with broad ways

Debugging

Headword:
εὐρύπορος
Headword (normalized):
εὐρύπορος
Headword (normalized/stripped):
ευρυπορος
IDX:
16461
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-16462
Key:
εὐρύπορος

Data

{'headword_display': '<b>εὐρύ-πορος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>εὐρύ-πορος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>πόρος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of the sea</Indic><Tr>broad-pathed</Tr><Au>Hom. A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'εὐρύπορος'}