Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

εὐρυάναξ
εὐρυάνασσα
εὐρυβίᾱς
εὐρυδῑ́νᾱς
εὐρυεδής
εὐρυθμίᾱ
εὔρυθμος
εὐρύκολπος
εὐρυλείμων
εὐρυμέδων
εὐρυμέτωπος
εὐρυνεφής
εὐρῡ́νω
εὐρύνωτος
εὐρυόδεια
εὐρύοπα
εὐρύπεδος
εὐρύπορος
εὐρυπρωκτίᾱ
εὐρύπρωκτος
εὐρυπυλής
View word page
εὐρυ-μέτωπος
εὐρυ-μέτωποςονadjμέτωπον of oxenbroad-browedHom. Hes. hHom.

ShortDef

broad-fronted

Debugging

Headword:
εὐρυμέτωπος
Headword (normalized):
εὐρυμέτωπος
Headword (normalized/stripped):
ευρυμετωπος
IDX:
16454
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-16455
Key:
εὐρυμέτωπος

Data

{'headword_display': '<b>εὐρυ-μέτωπος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>εὐρυ-μέτωπος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>μέτωπον</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of oxen</Indic><Tr>broad-browed</Tr><Au>Hom. Hes. hHom.</Au></aS1></AE>', 'key': 'εὐρυμέτωπος'}