Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀτρεμίζω
ἄτρεπτος
ἄτρεστος
Ἀτρεύς
ἄτρητος
ἀτρίακτος
ἀτριβής
ᾱ̓́τριον
ἄτριπτος
ἄτριχος
ἀτρόμητος
ἄτρομος
ἀτροπίη
ἄτροπος
ἀτροφέω
ἄτροφος
ἀτρύγετος
ἀτρῡ̄́μων
ἀτρῡ́πητος
ἄτρῡτος
Ἀτρῡτώνη
View word page
ἀ-τρόμητος
τρόμητοςονadjτρομέω of a personfearlessB.

ShortDef

fearless

Debugging

Headword:
ἀτρόμητος
Headword (normalized):
ἀτρόμητος
Headword (normalized/stripped):
ατρομητος
IDX:
1641
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-1642
Key:
ἀτρόμητος

Data

{'headword_display': '<b>ἀ-τρόμητος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀ<hyph/>τρόμητος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>τρομέω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a person</Indic><Tr>fearless</Tr><Au>B.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀτρόμητος'}