Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

εὔπυργος
εὔπωλος
εὐράξ
εὑρεῖν
εὐρεῖος
εὐρείτᾱς
εὑρεσιλογέω
εὕρεσις
εὑρετέος
εὑρετής
εὑρετικός
εὑρετός
εὕρημα
εὑρησιεπής
εὑρησιλογέω
εὑρησιλογίᾱ
Εὐρῑπίδης
Εὔρῑπος
εὔρῑς
εὑρίσκω
εὐροέω
View word page
εὑρετικός
εὑρετικόςή όνadjcapable of making a discoverysts. w.gen.of sthg.Pl. inventivePl.

ShortDef

inventive, ingenious

Debugging

Headword:
εὑρετικός
Headword (normalized):
εὑρετικός
Headword (normalized/stripped):
ευρετικος
IDX:
16418
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-16419
Key:
εὑρετικός

Data

{'headword_display': '<b>εὑρετικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>εὑρετικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Tr>capable of making a discovery<Expl>sts. <GLbl>w.gen.</GLbl>of sthg.</Expl></Tr><Au>Pl.</Au></aS1> <aS1><Tr>inventive</Tr><Au>Pl.</Au></aS1></AE>', 'key': 'εὑρετικός'}