Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

εὐπροσηγορίᾱ
εὐπροσήγορος
εὐπρόσοδος
εὐπρόσοιστος
εὐπρόσωπος
εὐπροφάσιστος
εὔπρυμνος
εὔπρῳρος
εὔπτερος
εὔπυργος
εὔπωλος
εὐράξ
εὑρεῖν
εὐρεῖος
εὐρείτᾱς
εὑρεσιλογέω
εὕρεσις
εὑρετέος
εὑρετής
εὑρετικός
εὑρετός
View word page
εὔ-πωλος
εὔ-πωλοςονadjπῶλος of a city or countryrich in coltshorsesHom. S.

ShortDef

abounding in foals

Debugging

Headword:
εὔπωλος
Headword (normalized):
εὔπωλος
Headword (normalized/stripped):
ευπωλος
IDX:
16409
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-16410
Key:
εὔπωλος

Data

{'headword_display': '<b>εὔ-πωλος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>εὔ-πωλος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>πῶλος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a city or country</Indic><Tr>rich in colts<or/>horses</Tr><Au>Hom. S.</Au></aS1></AE>', 'key': 'εὔπωλος'}