Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

εὐπρεπής
εὔπρεπτος
εὐπρηξίη
εὔπρηστος
εὐπροσηγορίᾱ
εὐπροσήγορος
εὐπρόσοδος
εὐπρόσοιστος
εὐπρόσωπος
εὐπροφάσιστος
εὔπρυμνος
εὔπρῳρος
εὔπτερος
εὔπυργος
εὔπωλος
εὐράξ
εὑρεῖν
εὐρεῖος
εὐρείτᾱς
εὑρεσιλογέω
εὕρεσις
View word page
εὔ-πρυμνος
εὔ-πρυμνοςονadjπρύμνα of shipsfine-sternedIl. B. E.

ShortDef

with goodly stern

Debugging

Headword:
εὔπρυμνος
Headword (normalized):
εὔπρυμνος
Headword (normalized/stripped):
ευπρυμνος
IDX:
16405
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-16406
Key:
εὔπρυμνος

Data

{'headword_display': '<b>εὔ-πρυμνος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>εὔ-πρυμνος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>πρύμνα</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of ships</Indic><Tr>fine-sterned</Tr><Au>Il. B. E.</Au></aS1></AE>', 'key': 'εὔπρυμνος'}