Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

εὐποδίᾱ
εὐποιητικός
εὐποίητος
εὔποκος
εὐπόλεμος
εὔπομπος
εὐπορέω
εὐπορίᾱ
εὐπόριστος
εὔπορος
εὐποτμέω
εὐποτμίᾱ
εὔποτμος
εὔποτος
εὔπους
εὐπρᾱγέω
εὐπρᾱγίᾱ
εὔπρᾱκτος
εὐπρᾱξίᾱ
εὐπρέπεια
εὐπρεπής
View word page
εὐποτμέω
εὐποτμέωcontr.vbεὔποτμος of cowardicemeet with successPlu.

ShortDef

to be lucky, fortunate

Debugging

Headword:
εὐποτμέω
Headword (normalized):
εὐποτμέω
Headword (normalized/stripped):
ευποτμεω
IDX:
16385
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-16386
Key:
εὐποτμέω

Data

{'headword_display': '<b>εὐποτμέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>εὐποτμέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>εὔποτμος</Ref></Ety></vHG> <vS1><Indic>of cowardice</Indic><Tr>meet with success</Tr><Au>Plu.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'εὐποτμέω'}