Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἐυπλυνής
εὔπνοος
εὐποδίᾱ
εὐποιητικός
εὐποίητος
εὔποκος
εὐπόλεμος
εὔπομπος
εὐπορέω
εὐπορίᾱ
εὐπόριστος
εὔπορος
εὐποτμέω
εὐποτμίᾱ
εὔποτμος
εὔποτος
εὔπους
εὐπρᾱγέω
εὐπρᾱγίᾱ
εὔπρᾱκτος
εὐπρᾱξίᾱ
View word page
εὐ-πόριστος
εὐ-πόριστοςονadjπορίζω of common items of foodeasily procuredopp. luxuriesPlu.

ShortDef

easy to procure

Debugging

Headword:
εὐπόριστος
Headword (normalized):
εὐπόριστος
Headword (normalized/stripped):
ευποριστος
IDX:
16383
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-16384
Key:
εὐπόριστος

Data

{'headword_display': '<b>εὐ-πόριστος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>εὐ-πόριστος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>πορίζω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of common items of food</Indic><Tr>easily procured<Expl>opp. luxuries</Expl></Tr><Au>Plu.</Au></aS1></AE>', 'key': 'εὐπόριστος'}