Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

εὐπιθής
εὐπινής
εὔπιστος
εὔπλαστος
εὐπλατής
ἐύπλειος
εὐπλεκής
εὔπλεκτος
εὔπλοια
εὐπλόκαμος
εὔπλοος
ἐυπλυνής
εὔπνοος
εὐποδίᾱ
εὐποιητικός
εὐποίητος
εὔποκος
εὐπόλεμος
εὔπομπος
εὐπορέω
εὐπορίᾱ
View word page
εὔ-πλοος
εὔ-πλοοςονadjπλόος having a safe voyageTheoc.

ShortDef

good for sailing, fair

Debugging

Headword:
εὔπλοος
Headword (normalized):
εὔπλοος
Headword (normalized/stripped):
ευπλοος
IDX:
16372
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-16373
Key:
εὔπλοος

Data

{'headword_display': '<b>εὔ-πλοος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>εὔ-πλοος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>πλόος</Ref></Ety></HG> <aS1><Tr>having a safe voyage</Tr><Au>Theoc.</Au></aS1></AE>', 'key': 'εὔπλοος'}