Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

εὐπετής
εὐπηγής
εὔπηκτος
εὔπηνος
εὔπηχυς
εὐπιθής
εὐπινής
εὔπιστος
εὔπλαστος
εὐπλατής
ἐύπλειος
εὐπλεκής
εὔπλεκτος
εὔπλοια
εὐπλόκαμος
εὔπλοος
ἐυπλυνής
εὔπνοος
εὐποδίᾱ
εὐποιητικός
εὐποίητος
View word page
ἐύ-πλειος
ἐύ-πλειοςη ονep.Ion.adjπλέωςof a knapsackwell-filledOd.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐύπλειος
Headword (normalized):
ἐύπλειος
Headword (normalized/stripped):
ευπλειος
IDX:
16367
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-16368
Key:
ἐύπλειος

Data

{'headword_display': '<b>ἐύ-πλειος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἐύ-πλειος</HL><Infl>η ον</Infl><PS>ep.Ion.adj</PS><Ety><Ref>πλέως</Ref></Ety></HG><aS1><Indic>of a knapsack</Indic><Tr>well-filled</Tr><Au>Od.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἐύπλειος'}