Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

εὐπέτεια
εὐπετής
εὐπηγής
εὔπηκτος
εὔπηνος
εὔπηχυς
εὐπιθής
εὐπινής
εὔπιστος
εὔπλαστος
εὐπλατής
ἐύπλειος
εὐπλεκής
εὔπλεκτος
εὔπλοια
εὐπλόκαμος
εὔπλοος
ἐυπλυνής
εὔπνοος
εὐποδίᾱ
εὐποιητικός
View word page
εὐ-πλατής
εὐ-πλατήςέςadjπλάτος of a spear-headof good breadthbroadX.

ShortDef

of a good breadth

Debugging

Headword:
εὐπλατής
Headword (normalized):
εὐπλατής
Headword (normalized/stripped):
ευπλατης
IDX:
16366
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-16367
Key:
εὐπλατής

Data

{'headword_display': '<b>εὐ-πλατής</b>', 'content': '<AE><HG><HL>εὐ-πλατής</HL><Infl>ές</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>πλάτος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a spear-head</Indic><Def>of good breadth</Def><Tr>broad</Tr><Au>X.</Au></aS1></AE>', 'key': 'εὐπλατής'}