Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

εὐπερίσπαστος
εὐπέταλος
εὐπέτεια
εὐπετής
εὐπηγής
εὔπηκτος
εὔπηνος
εὔπηχυς
εὐπιθής
εὐπινής
εὔπιστος
εὔπλαστος
εὐπλατής
ἐύπλειος
εὐπλεκής
εὔπλεκτος
εὔπλοια
εὐπλόκαμος
εὔπλοος
ἐυπλυνής
εὔπνοος
View word page
εὔ-πιστος
εὔ-πιστοςονadjπιστός trustworthy, reliableX.trusting, credulousArist.

ShortDef

trustworthy, trusty

Debugging

Headword:
εὔπιστος
Headword (normalized):
εὔπιστος
Headword (normalized/stripped):
ευπιστος
IDX:
16364
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-16365
Key:
εὔπιστος

Data

{'headword_display': '<b>εὔ-πιστος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>εὔ-πιστος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>πιστός</Ref></Ety></HG> <aS1><Tr>trustworthy, reliable</Tr><Au>X.</Au></aS1><aS1><Tr>trusting, credulous</Tr><Au>Arist.</Au></aS1></AE>', 'key': 'εὔπιστος'}