Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

εὐπένθερος
εὔπεπλος
εὔπεπτος
εὐπερίκοπτος
εὐπερίληπτος
εὐπερίσπαστος
εὐπέταλος
εὐπέτεια
εὐπετής
εὐπηγής
εὔπηκτος
εὔπηνος
εὔπηχυς
εὐπιθής
εὐπινής
εὔπιστος
εὔπλαστος
εὐπλατής
ἐύπλειος
εὐπλεκής
εὔπλεκτος
View word page
εὔ-πηκτος
εὔ-πηκτος
dial.εὔπᾱκτος
ονadjπηκτός
of a palace, hut, chamberwell-built, sturdyHom. Hes.fr. hHom.of a ship's deckB.

ShortDef

well-built

Debugging

Headword:
εὔπηκτος
Headword (normalized):
εὔπηκτος
Headword (normalized/stripped):
ευπηκτος
IDX:
16359
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-16360
Key:
εὔπηκτος

Data

{'headword_display': '<b>εὔ-πηκτος</b>', 'content': "<AE><HG><HL>εὔ-πηκτος</HL><DL><Lbl>dial.</Lbl><FmHL>εὔπᾱκτος</FmHL></DL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>πηκτός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a palace, hut, chamber</Indic><Tr>well-built, sturdy</Tr><Au>Hom. Hes.<Wk>fr.</Wk> hHom.</Au><aS2><Indic>of a ship's deck</Indic><Au>B.</Au></aS2></aS1></AE>", 'key': 'εὔπηκτος'}