Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

εὐπάτωρ
εὐπέδιλλος
εὐπείθεια
εὐπειθής
εὔπειστος
εὐπέμπελος
εὐπένθερος
εὔπεπλος
εὔπεπτος
εὐπερίκοπτος
εὐπερίληπτος
εὐπερίσπαστος
εὐπέταλος
εὐπέτεια
εὐπετής
εὐπηγής
εὔπηκτος
εὔπηνος
εὔπηχυς
εὐπιθής
εὐπινής
View word page
εὐ-περίληπτος
εὐ-περίληπτοςονadjπεριληπτός of a historical topiccircumscribed, restrictedin subject matterPlb.

ShortDef

easily embraced

Debugging

Headword:
εὐπερίληπτος
Headword (normalized):
εὐπερίληπτος
Headword (normalized/stripped):
ευπεριληπτος
IDX:
16353
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-16354
Key:
εὐπερίληπτος

Data

{'headword_display': '<b>εὐ-περίληπτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>εὐ-περίληπτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>περιληπτός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a historical topic</Indic><Tr>circumscribed, restricted<Expl>in subject matter</Expl></Tr><Au>Plb.</Au></aS1></AE>', 'key': 'εὐπερίληπτος'}