Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

εὐπάτειρα
εὐπατέρεια
εὐπατρίδης
εὔπατρις
εὐπάτωρ
εὐπέδιλλος
εὐπείθεια
εὐπειθής
εὔπειστος
εὐπέμπελος
εὐπένθερος
εὔπεπλος
εὔπεπτος
εὐπερίκοπτος
εὐπερίληπτος
εὐπερίσπαστος
εὐπέταλος
εὐπέτεια
εὐπετής
εὐπηγής
εὔπηκτος
View word page
εὐ-πένθερος
εὐ-πένθεροςονadjπενθερός of a bridegroomwith a noble father-in-lawTheoc.

ShortDef

with a good father-in-law

Debugging

Headword:
εὐπένθερος
Headword (normalized):
εὐπένθερος
Headword (normalized/stripped):
ευπενθερος
IDX:
16349
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-16350
Key:
εὐπένθερος

Data

{'headword_display': '<b>εὐ-πένθερος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>εὐ-πένθερος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>πενθερός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a bridegroom</Indic><Tr>with a noble father-in-law</Tr><Au>Theoc.</Au></aS1></AE>', 'key': 'εὐπένθερος'}