Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

εὐπαραίτητος
εὐπαρακολούθητος
εὐπαρακόμιστος
εὐπαραλόγιστος
εὐπαραμῡ́θητος
εὐπάρᾱος
εὐπαράπειστος
εὐπάρθενος
εὐπαρόξυντος
εὐπαρόρμητος
εὐπάρυφος
εὐπάτειρα
εὐπατέρεια
εὐπατρίδης
εὔπατρις
εὐπάτωρ
εὐπέδιλλος
εὐπείθεια
εὐπειθής
εὔπειστος
εὐπέμπελος
View word page
εὐ-πάρυφος
εὐ-πάρυφοςονadjπαρυφή border (of a garment)of waist-clothswith handsome bordersPlu.

ShortDef

with fine purple border

Debugging

Headword:
εὐπάρυφος
Headword (normalized):
εὐπάρυφος
Headword (normalized/stripped):
ευπαρυφος
IDX:
16338
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-16339
Key:
εὐπάρυφος

Data

{'headword_display': '<b>εὐ-πάρυφος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>εὐ-πάρυφος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Gr>παρυφή</Gr> <ital>border</ital> (<ital>of a garment</ital>)</Ety></HG><aS1><Indic>of waist-cloths</Indic><Tr>with handsome borders</Tr><Au>Plu.</Au></aS1></AE>', 'key': 'εὐπάρυφος'}