Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

εὐπαράδεκτος
εὐπαραίτητος
εὐπαρακολούθητος
εὐπαρακόμιστος
εὐπαραλόγιστος
εὐπαραμῡ́θητος
εὐπάρᾱος
εὐπαράπειστος
εὐπάρθενος
εὐπαρόξυντος
εὐπαρόρμητος
εὐπάρυφος
εὐπάτειρα
εὐπατέρεια
εὐπατρίδης
εὔπατρις
εὐπάτωρ
εὐπέδιλλος
εὐπείθεια
εὐπειθής
εὔπειστος
View word page
εὐ-παρόρμητος
εὐ-παρόρμητοςονadjπαρορμάω easily excited to passionw. πρός + acc.against personsArist.

ShortDef

easily excited

Debugging

Headword:
εὐπαρόρμητος
Headword (normalized):
εὐπαρόρμητος
Headword (normalized/stripped):
ευπαρορμητος
IDX:
16337
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-16338
Key:
εὐπαρόρμητος

Data

{'headword_display': '<b>εὐ-παρόρμητος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>εὐ-παρόρμητος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>παρορμάω</Ref></Ety></HG> <aS1><Tr>easily excited to passion<Expl><GLbl>w. <Ref>πρός</Ref> + acc.</GLbl>against persons</Expl></Tr><Au>Arist.</Au></aS1></AE>', 'key': 'εὐπαρόρμητος'}