Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

εὐπᾱ́ξ
εὐπαράγωγος
εὐπαράδεκτος
εὐπαραίτητος
εὐπαρακολούθητος
εὐπαρακόμιστος
εὐπαραλόγιστος
εὐπαραμῡ́θητος
εὐπάρᾱος
εὐπαράπειστος
εὐπάρθενος
εὐπαρόξυντος
εὐπαρόρμητος
εὐπάρυφος
εὐπάτειρα
εὐπατέρεια
εὐπατρίδης
εὔπατρις
εὐπάτωρ
εὐπέδιλλος
εὐπείθεια
View word page
εὐ-πάρθενος
εὐ-πάρθενοςονadjπαρθένος of Dirkelovely in maidenhoodE.

ShortDef

famed for fair maidens

Debugging

Headword:
εὐπάρθενος
Headword (normalized):
εὐπάρθενος
Headword (normalized/stripped):
ευπαρθενος
IDX:
16335
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-16336
Key:
εὐπάρθενος

Data

{'headword_display': '<b>εὐ-πάρθενος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>εὐ-πάρθενος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>παρθένος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of Dirke</Indic><Tr>lovely in maidenhood</Tr><Au>E.</Au></aS1></AE>', 'key': 'εὐπάρθενος'}