Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

εὐπαλής
εὐπᾱ́ξ
εὐπαράγωγος
εὐπαράδεκτος
εὐπαραίτητος
εὐπαρακολούθητος
εὐπαρακόμιστος
εὐπαραλόγιστος
εὐπαραμῡ́θητος
εὐπάρᾱος
εὐπαράπειστος
εὐπάρθενος
εὐπαρόξυντος
εὐπαρόρμητος
εὐπάρυφος
εὐπάτειρα
εὐπατέρεια
εὐπατρίδης
εὔπατρις
εὐπάτωρ
εὐπέδιλλος
View word page
εὐ-παράπειστος
εὐ-παράπειστοςονadjπαραπείθω easily won overcompliantw.dat.towards peopleX.

ShortDef

easily led away

Debugging

Headword:
εὐπαράπειστος
Headword (normalized):
εὐπαράπειστος
Headword (normalized/stripped):
ευπαραπειστος
IDX:
16334
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-16335
Key:
εὐπαράπειστος

Data

{'headword_display': '<b>εὐ-παράπειστος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>εὐ-παράπειστος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>παραπείθω</Ref></Ety></HG> <aS1><Def>easily won over</Def><Tr>compliant<Expl><GLbl>w.dat.</GLbl>towards people</Expl></Tr><Au>X.</Au></aS1></AE>', 'key': 'εὐπαράπειστος'}