Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

εὔπᾱκτος
εὐπάλαμος
εὐπαλής
εὐπαλής
εὐπᾱ́ξ
εὐπαράγωγος
εὐπαράδεκτος
εὐπαραίτητος
εὐπαρακολούθητος
εὐπαρακόμιστος
εὐπαραλόγιστος
εὐπαραμῡ́θητος
εὐπάρᾱος
εὐπαράπειστος
εὐπάρθενος
εὐπαρόξυντος
εὐπαρόρμητος
εὐπάρυφος
εὐπάτειρα
εὐπατέρεια
εὐπατρίδης
View word page
εὐ-παραλόγιστος
εὐ-παραλόγιστοςονadjπαραλογίζομαι easily misleddeceivedPlb.

ShortDef

easily cheated

Debugging

Headword:
εὐπαραλόγιστος
Headword (normalized):
εὐπαραλόγιστος
Headword (normalized/stripped):
ευπαραλογιστος
IDX:
16331
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-16332
Key:
εὐπαραλόγιστος

Data

{'headword_display': '<b>εὐ-παραλόγιστος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>εὐ-παραλόγιστος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>παραλογίζομαι</Ref></Ety></HG> <aS1><Tr>easily misled<or/>deceived</Tr><Au>Plb.</Au></aS1></AE>', 'key': 'εὐπαραλόγιστος'}