Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

εὐπαιδίᾱ
εὔπαις
εὔπᾱκτος
εὐπάλαμος
εὐπαλής
εὐπαλής
εὐπᾱ́ξ
εὐπαράγωγος
εὐπαράδεκτος
εὐπαραίτητος
εὐπαρακολούθητος
εὐπαρακόμιστος
εὐπαραλόγιστος
εὐπαραμῡ́θητος
εὐπάρᾱος
εὐπαράπειστος
εὐπάρθενος
εὐπαρόξυντος
εὐπαρόρμητος
εὐπάρυφος
εὐπάτειρα
View word page
εὐ-παρακολούθητος
εὐ-παρακολούθητοςονadjπαρακολουθέω of a narrativeeasy to follow, comprehensiblePlb.neut.sb.ease in followingan argumentArist.

ShortDef

easy to follow

Debugging

Headword:
εὐπαρακολούθητος
Headword (normalized):
εὐπαρακολούθητος
Headword (normalized/stripped):
ευπαρακολουθητος
IDX:
16329
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-16330
Key:
εὐπαρακολούθητος

Data

{'headword_display': '<b>εὐ-παρακολούθητος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>εὐ-παρακολούθητος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>παρακολουθέω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a narrative</Indic><Tr>easy to follow, comprehensible</Tr><Au>Plb.</Au><SGrm><GLbl>neut.sb.</GLbl><Def>ease in following<Expl>an argument</Expl></Def><Au>Arist.</Au></SGrm></aS1></AE>', 'key': 'εὐπαρακολούθητος'}