Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

εὐπαίδευτα
εὐπαιδίᾱ
εὔπαις
εὔπᾱκτος
εὐπάλαμος
εὐπαλής
εὐπαλής
εὐπᾱ́ξ
εὐπαράγωγος
εὐπαράδεκτος
εὐπαραίτητος
εὐπαρακολούθητος
εὐπαρακόμιστος
εὐπαραλόγιστος
εὐπαραμῡ́θητος
εὐπάρᾱος
εὐπαράπειστος
εὐπάρθενος
εὐπαρόξυντος
εὐπαρόρμητος
εὐπάρυφος
View word page
εὐ-παραίτητος
εὐ-παραίτητοςονadjπαραιτητός of a person, one's natureeasy to plead withwilling to forgivePlu.

ShortDef

placable

Debugging

Headword:
εὐπαραίτητος
Headword (normalized):
εὐπαραίτητος
Headword (normalized/stripped):
ευπαραιτητος
IDX:
16328
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-16329
Key:
εὐπαραίτητος

Data

{'headword_display': '<b>εὐ-παραίτητος</b>', 'content': "<AE><HG><HL>εὐ-παραίτητος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>παραιτητός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a person, one's nature</Indic><Def>easy to plead with</Def><Tr>willing to forgive</Tr><Au>Plu.</Au></aS1></AE>", 'key': 'εὐπαραίτητος'}