Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

εὐοχθέω
εὔοχθος
εὐπαγής
εὐπάθεια
εὐπαθέω
εὐπαθής
εὐπαιδευσίᾱ
εὐπαίδευτα
εὐπαιδίᾱ
εὔπαις
εὔπᾱκτος
εὐπάλαμος
εὐπαλής
εὐπαλής
εὐπᾱ́ξ
εὐπαράγωγος
εὐπαράδεκτος
εὐπαραίτητος
εὐπαρακολούθητος
εὐπαρακόμιστος
εὐπαραλόγιστος
View word page
εὔπᾱκτος
εὔπᾱκτοςdial.adjseeεὔπηκτος

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
εὔπᾱκτος
Headword (normalized):
εὔπᾱκτος
Headword (normalized/stripped):
ευπακτος
IDX:
16321
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-16322
Key:
εὔπᾱκτος

Data

{'headword_display': '<b>εὔπᾱκτος</b>', 'content': '<XE><HG><HL>εὔπᾱκτος</HL><PS>dial.adj</PS></HG><XR>see<Ref>εὔπηκτος</Ref></XR> </XE>', 'key': 'εὔπᾱκτος'}