Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

εὔοπλος
εὐοργησίᾱ
εὐοργήτως
εὔοργος
εὐόριστος
εὐορκέω
εὐορκίᾱ
εὔορκος
εὐορκώματα
εὔορμος
εὔοσμος
εὐόφθαλμος
εὐοχθέω
εὔοχθος
εὐπαγής
εὐπάθεια
εὐπαθέω
εὐπαθής
εὐπαιδευσίᾱ
εὐπαίδευτα
εὐπαιδίᾱ
View word page
εὔοσμος
εὔοσμοςAtt.adjseeεὔοδμος

ShortDef

sweet-smelling, fragrant

Debugging

Headword:
εὔοσμος
Headword (normalized):
εὔοσμος
Headword (normalized/stripped):
ευοσμος
IDX:
16309
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-16310
Key:
εὔοσμος

Data

{'headword_display': '<b>εὔοσμος</b>', 'content': '<XE><HG><HL>εὔοσμος</HL><PS>Att.adj</PS></HG><XR>see<Ref>εὔοδμος</Ref></XR> </XE>', 'key': 'εὔοσμος'}