Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

εὐνουχίζω
εὐνοῦχος
εὖντα
εὔξενος
εὔξεστος
ἐύξοος
εὐξύμβλητος
εὐογκίη
εὔογκος
εὐοδέω
εὐοδίᾱ
εὔοδμος
εὔοδος
εὐοδόω
εὐοῖ
εὔοικος
εὔολβος
εὐομολόγητος
εὐοπλίᾱ
εὔοπλος
εὐοργησίᾱ
View word page
εὐοδίᾱ
εὐοδίᾱᾱςfsafe journeyAr.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
εὐοδίᾱ
Headword (normalized):
εὐοδίᾱ
Headword (normalized/stripped):
ευοδια
IDX:
16290
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-16291
Key:
εὐοδίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>εὐοδίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>εὐοδίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS></HG><nS1><Tr>safe journey</Tr><Au>Ar.</Au></nS1></NE>', 'key': 'εὐοδίᾱ'}