Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀτράγῳδος
ἄτρακτος
ἀτρακτυλλίς
ἀτραπιτός
ἀτραπός
Ἀτρείδης
ἀτρέκεια
ἀτρεκής
ἀτρεμαῖος
ἀτρέμας
ἀτρεμεί
ἀτρεμέω
ἀτρεμής
ἀτρεμίᾱ
ἀτρεμίζω
ἄτρεπτος
ἄτρεστος
Ἀτρεύς
ἄτρητος
ἀτρίακτος
ἀτριβής
View word page
ἀτρεμεί
ἀτρεμείadv without tremblingstillAr.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀτρεμεί
Headword (normalized):
ἀτρεμεί
Headword (normalized/stripped):
ατρεμει
IDX:
1627
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-1628
Key:
ἀτρεμεί

Data

{'headword_display': '<b>ἀτρεμεί</b>', 'content': '<AdvE><vHG><HL>ἀτρεμεί</HL><PS>adv</PS></vHG> <advS1><Def>without trembling</Def><Tr>still</Tr><Au>Ar.</Au></advS1></AdvE>', 'key': 'ἀτρεμεί'}