Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

εὐνέτης
εὐνή
εὐνήματα
εὐνήτειρα
εὐνήτωρ
εὖνις
εὖνις
ἐύννητος
εὐνοέω
εὔνοια
εὐνοΐζομαι
εὐνοϊκός
εὐνομέομαι
εὐνομίᾱ
εὔνομος
εὔνοος
εὐνουχίζω
εὐνοῦχος
εὖντα
εὔξενος
εὔξεστος
View word page
εὐνοΐζομαι
εὐνοΐζομαιmid.vb show goodwillArist.

ShortDef

to be well-inclined

Debugging

Headword:
εὐνοΐζομαι
Headword (normalized):
εὐνοΐζομαι
Headword (normalized/stripped):
ευνοιζομαι
IDX:
16274
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-16275
Key:
εὐνοΐζομαι

Data

{'headword_display': '<b>εὐνοΐζομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>εὐνοΐζομαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>show goodwill</Tr><Au>Arist.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'εὐνοΐζομαι'}