Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

εὐνᾱτήριον
εὐνᾱ́τωρ
εὐνάω
εὐνέτης
εὐνή
εὐνήματα
εὐνήτειρα
εὐνήτωρ
εὖνις
εὖνις
ἐύννητος
εὐνοέω
εὔνοια
εὐνοΐζομαι
εὐνοϊκός
εὐνομέομαι
εὐνομίᾱ
εὔνομος
εὔνοος
εὐνουχίζω
εὐνοῦχος
View word page
ἐύ-ννητος
ἐύ-ννητοςονep.adjεὖνέω2 of garmentswell-spunHom.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐύννητος
Headword (normalized):
ἐύννητος
Headword (normalized/stripped):
ευννητος
IDX:
16271
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-16272
Key:
ἐύννητος

Data

{'headword_display': '<b>ἐύ-ννητος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἐύ-ννητος</HL><Infl>ον</Infl><PS>ep.adj</PS><Ety><Ref>εὖ</Ref><Ref>νέω<Hm>2</Hm></Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of garments</Indic><Tr>well-spun</Tr><Au>Hom.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἐύννητος'}