Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

εὐνάσιμα
εὐνᾱ́τᾱς
εὐνᾱτήρ
εὐνᾱτήριον
εὐνᾱ́τωρ
εὐνάω
εὐνέτης
εὐνή
εὐνήματα
εὐνήτειρα
εὐνήτωρ
εὖνις
εὖνις
ἐύννητος
εὐνοέω
εὔνοια
εὐνοΐζομαι
εὐνοϊκός
εὐνομέομαι
εὐνομίᾱ
εὔνομος
View word page
εὐνήτωρ
εὐνήτωρmseeεὐνᾱ́τωρ

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
εὐνήτωρ
Headword (normalized):
εὐνήτωρ
Headword (normalized/stripped):
ευνητωρ
IDX:
16268
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-16269
Key:
εὐνήτωρ

Data

{'headword_display': '<b>εὐνήτωρ</b>', 'content': '<XE><HG><HL>εὐνήτωρ</HL><PS>m</PS></HG><XR>see<Ref>εὐνᾱ́τωρ</Ref></XR> </XE>', 'key': 'εὐνήτωρ'}