Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

εὐμήχανος
εὐμῑ́μητος
εὐμῑ́σητος
εὔμιτος
εὔμιτρος
ἐυμμελίης
εὔμνᾱστος
εὐμνημονεστέρως
εὐμνημόνευτος
εὔμοιρος
εὐμολπέω
εὔμολπος
Εὔμολπος
εὐμορφίᾱ
εὔμορφος
εὐμουσίᾱ
εὔμουσος
εὐνάζω
εὐνᾱής
εὐναίη
εὐναῖος
View word page
εὐμολπέω
εὐμολπέωcontr.vbεὔμολπος be a fine musicianhHom.

ShortDef

to sing well

Debugging

Headword:
εὐμολπέω
Headword (normalized):
εὐμολπέω
Headword (normalized/stripped):
ευμολπεω
IDX:
16246
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-16247
Key:
εὐμολπέω

Data

{'headword_display': '<b>εὐμολπέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>εὐμολπέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>εὔμολπος</Ref></Ety></vHG> <vS1><Tr>be a fine musician</Tr><Au>hHom.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'εὐμολπέω'}