Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

εὐμήκης
εὔμηλος
εὐμηχανίᾱ
εὐμήχανος
εὐμῑ́μητος
εὐμῑ́σητος
εὔμιτος
εὔμιτρος
ἐυμμελίης
εὔμνᾱστος
εὐμνημονεστέρως
εὐμνημόνευτος
εὔμοιρος
εὐμολπέω
εὔμολπος
Εὔμολπος
εὐμορφίᾱ
εὔμορφος
εὐμουσίᾱ
εὔμουσος
εὐνάζω
View word page
εὐμνημονεστέρως
εὐμνημονεστέρωςcompar.advμνήμων of praise of a person, w. ἔχεινbe easier to rememberX.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
εὐμνημονεστέρως
Headword (normalized):
εὐμνημονεστέρως
Headword (normalized/stripped):
ευμνημονεστερως
IDX:
16243
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-16244
Key:
εὐμνημονεστέρως

Data

{'headword_display': '<b>εὐμνημονεστέρως</b>', 'content': '<AdvE><vHG><HL>εὐμνημονεστέρως</HL><PS>compar.adv</PS><Ety><Ref>μνήμων</Ref></Ety></vHG> <advS1><Phr><Indic>of praise of a person, w. <Ref>ἔχειν</Ref></Indic><TrPhr>be easier to remember</TrPhr><Au>X.</Au></Phr></advS1></AdvE>', 'key': 'εὐμνημονεστέρως'}