Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

εὐμετάπειστος
εὐμεταχείριστος
εὔμετρος
εὐμήκης
εὔμηλος
εὐμηχανίᾱ
εὐμήχανος
εὐμῑ́μητος
εὐμῑ́σητος
εὔμιτος
εὔμιτρος
ἐυμμελίης
εὔμνᾱστος
εὐμνημονεστέρως
εὐμνημόνευτος
εὔμοιρος
εὐμολπέω
εὔμολπος
Εὔμολπος
εὐμορφίᾱ
εὔμορφος
View word page
εὔ-μιτρος
εὔ-μιτροςονadjμίτρᾱ of a tunicwell-beltedMosch.

ShortDef

with beautiful belt, well-girded

Debugging

Headword:
εὔμιτρος
Headword (normalized):
εὔμιτρος
Headword (normalized/stripped):
ευμιτρος
IDX:
16240
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-16241
Key:
εὔμιτρος

Data

{'headword_display': '<b>εὔ-μιτρος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>εὔ-μιτρος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>μίτρᾱ</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a tunic</Indic><Tr>well-belted</Tr><Au>Mosch.</Au></aS1></AE>', 'key': 'εὔμιτρος'}