Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

εὐμενής
Εὐμενίδες
εὐμενίζομαι
εὐμενικός
εὐμετάβλητος
εὐμετάβολος
εὐμετάθετος
εὐμετακῑ́νητος
εὐμετάπειστος
εὐμεταχείριστος
εὔμετρος
εὐμήκης
εὔμηλος
εὐμηχανίᾱ
εὐμήχανος
εὐμῑ́μητος
εὐμῑ́σητος
εὔμιτος
εὔμιτρος
ἐυμμελίης
εὔμνᾱστος
View word page
εὔ-μετρος
εὔ-μετροςονadjμέτρον of a sling, for lifting cargoof appropriate dimensionsA.

ShortDef

well-measured, well-calculated

Debugging

Headword:
εὔμετρος
Headword (normalized):
εὔμετρος
Headword (normalized/stripped):
ευμετρος
IDX:
16232
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-16233
Key:
εὔμετρος

Data

{'headword_display': '<b>εὔ-μετρος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>εὔ-μετρος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>μέτρον</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a sling, for lifting cargo</Indic><Tr>of appropriate dimensions</Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'εὔμετρος'}