Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

εὐμᾱχανίᾱ
εὐμεγέθης
εὐμειδής
εὐμελής
εὐμένεια
εὐμενέτης
εὐμενέω
εὐμενής
Εὐμενίδες
εὐμενίζομαι
εὐμενικός
εὐμετάβλητος
εὐμετάβολος
εὐμετάθετος
εὐμετακῑ́νητος
εὐμετάπειστος
εὐμεταχείριστος
εὔμετρος
εὐμήκης
εὔμηλος
εὐμηχανίᾱ
View word page
εὐμενικός
εὐμενικόςή όνadj of correction of a person's errorwell-meaning, kindlyPlb.

ShortDef

like the εὐμενής

Debugging

Headword:
εὐμενικός
Headword (normalized):
εὐμενικός
Headword (normalized/stripped):
ευμενικος
IDX:
16225
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-16226
Key:
εὐμενικός

Data

{'headword_display': '<b>εὐμενικός</b>', 'content': "<AE><HG><HL>εὐμενικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of correction of a person's error</Indic><Tr>well-meaning, kindly</Tr><Au>Plb.</Au></aS1></AE>", 'key': 'εὐμενικός'}