Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

εὔμᾱρις
εὐμᾱχανίᾱ
εὐμεγέθης
εὐμειδής
εὐμελής
εὐμένεια
εὐμενέτης
εὐμενέω
εὐμενής
Εὐμενίδες
εὐμενίζομαι
εὐμενικός
εὐμετάβλητος
εὐμετάβολος
εὐμετάθετος
εὐμετακῑ́νητος
εὐμετάπειστος
εὐμεταχείριστος
εὔμετρος
εὐμήκης
εὔμηλος
View word page
εὐμενίζομαι
εὐμενίζομαιmid.vb make favourable to oneselfpropitiategods and heroesw.dat.w. sacrificesX.

ShortDef

to propitiate

Debugging

Headword:
εὐμενίζομαι
Headword (normalized):
εὐμενίζομαι
Headword (normalized/stripped):
ευμενιζομαι
IDX:
16224
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-16225
Key:
εὐμενίζομαι

Data

{'headword_display': '<b>εὐμενίζομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>εὐμενίζομαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1><Def>make favourable to oneself</Def><Tr>propitiate</Tr><Obj>gods and heroes<Expl><GLbl>w.dat.</GLbl>w. sacrifices</Expl><Au>X.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'εὐμενίζομαι'}