Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

εὔμαλλος
εὐμάρεια
εὐμαρέω
εὐμαρής
εὔμᾱρις
εὐμᾱχανίᾱ
εὐμεγέθης
εὐμειδής
εὐμελής
εὐμένεια
εὐμενέτης
εὐμενέω
εὐμενής
Εὐμενίδες
εὐμενίζομαι
εὐμενικός
εὐμετάβλητος
εὐμετάβολος
εὐμετάθετος
εὐμετακῑ́νητος
εὐμετάπειστος
View word page
εὐμενέτης
εὐμενέτηςεςadjof personswell-disposed, kindlyOd.

ShortDef

well-wisher

Debugging

Headword:
εὐμενέτης
Headword (normalized):
εὐμενέτης
Headword (normalized/stripped):
ευμενετης
IDX:
16220
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-16221
Key:
εὐμενέτης

Data

{'headword_display': '<b>εὐμενέτης</b>', 'content': '<AE><HG><HL>εὐμενέτης</HL><Infl>ες</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of persons</Indic><Tr>well-disposed, kindly</Tr><Au>Od.</Au></aS1></AE>', 'key': 'εὐμενέτης'}