Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

εὐμάθεια
εὐμαθής
εὐμᾱ́κης
εὔμαλλος
εὐμάρεια
εὐμαρέω
εὐμαρής
εὔμᾱρις
εὐμᾱχανίᾱ
εὐμεγέθης
εὐμειδής
εὐμελής
εὐμένεια
εὐμενέτης
εὐμενέω
εὐμενής
Εὐμενίδες
εὐμενίζομαι
εὐμενικός
εὐμετάβλητος
εὐμετάβολος
View word page
εὐ-μειδής
εὐ-μειδήςέςadjμειδάω of a deitysmiling favourably, looking kindlyw.dat.on someoneCall. AR.

ShortDef

smiling, propitious

Debugging

Headword:
εὐμειδής
Headword (normalized):
εὐμειδής
Headword (normalized/stripped):
ευμειδης
IDX:
16217
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-16218
Key:
εὐμειδής

Data

{'headword_display': '<b>εὐ-μειδής</b>', 'content': '<AE><HG><HL>εὐ-μειδής</HL><Infl>ές</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>μειδάω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a deity</Indic><Tr>smiling favourably, looking kindly<Expl><GLbl>w.dat.</GLbl>on someone</Expl></Tr><Au>Call. AR.</Au></aS1></AE>', 'key': 'εὐμειδής'}