Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

εὐλοιδόρητος
εὔλοφος
εὔλοχος
εὐλύρᾱς
εὔλυτος
εὐμάθεια
εὐμαθής
εὐμᾱ́κης
εὔμαλλος
εὐμάρεια
εὐμαρέω
εὐμαρής
εὔμᾱρις
εὐμᾱχανίᾱ
εὐμεγέθης
εὐμειδής
εὐμελής
εὐμένεια
εὐμενέτης
εὐμενέω
εὐμενής
View word page
εὐμαρέω
εὐμαρέωcontr.vb have a ready supplyw.gen.of everythingB.

ShortDef

have abundance

Debugging

Headword:
εὐμαρέω
Headword (normalized):
εὐμαρέω
Headword (normalized/stripped):
ευμαρεω
IDX:
16212
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-16213
Key:
εὐμαρέω

Data

{'headword_display': '<b>εὐμαρέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>εὐμαρέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>have a ready supply</Tr><Cmpl><GLbl>w.gen.</GLbl>of everything<Au>B.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'εὐμαρέω'}