Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἄτολμος
ἄτομος
ἀτονέω
ἀτόνως
ἀτοπίᾱ
ἄτοπος
ἆτος
ἀτράγῳδος
ἄτρακτος
ἀτρακτυλλίς
ἀτραπιτός
ἀτραπός
Ἀτρείδης
ἀτρέκεια
ἀτρεκής
ἀτρεμαῖος
ἀτρέμας
ἀτρεμεί
ἀτρεμέω
ἀτρεμής
ἀτρεμίᾱ
View word page
ἀτραπιτός
ἀτραπιτός
ep.ἀταρπιτός
οῦfreltd.ἀτραπός
pathwayHom. hHom. Call. AR.

ShortDef

path

Debugging

Headword:
ἀτραπιτός
Headword (normalized):
ἀτραπιτός
Headword (normalized/stripped):
ατραπιτος
IDX:
1620
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-1621
Key:
ἀτραπιτός

Data

{'headword_display': '<b>ἀτραπιτός</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἀτραπιτός</HL><DL><Lbl>ep.</Lbl><FmHL>ἀταρπιτός</FmHL></DL><Infl>οῦ</Infl><PS>f</PS><Ety>reltd.<Ref>ἀτραπός</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>pathway</Tr><Au>Hom. hHom. Call. AR.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἀτραπιτός'}